- παράχωρος
- οχημ. μέγεθος τής φυσικοχημείας που αναφέρεται στις σχέσεις θερμοκρασίας ενός σώματος, τής επιφανειακής τάσης του, όταν στην υγρά κατάσταση του βρίσκεται σε επαφή με τους ατμούς του, τής πυκνότητάς του, τής πυκνότητας τών κεκορεσμένων ατμών του και τού μοριακού βάρους του, μέγεθος που η σύγκριση τών τιμών του επιτρέπει την επίλυση προβλημάτων τα οποία σχετίζονται με τη μοριακή δομή τών χημικών ενώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parachor < παρ(α)-* + χώρος].
Dictionary of Greek. 2013.